παιδικός

παιδικός
-ή, -ὁ (ΑΜ παιδικός, -ή, -όν) [παῖς, παιδός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» — η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης
θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.)
2. παιδαριώδης, παιδιάστικος (α. «παιδική αφέλεια» β. «ἠλίθιον καὶ λίαν παιδικόν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. α) «παιδικά δικαστήρια» — ειδικά δικαστήρια εντεταλμένα να εκδικάζουν αξιόποινες πράξεις που τελούνται από ανηλίκους
β) «παιδικά νοσήματα» — νόσοι που εμφανίζονται χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια ενός φάσματος ηλικιών που αρχίζει από το έμβρυο και συνεχίζεται ώς και την εφηβεία
γ) «παιδική λογοτεχνία» — κείμενα που συνοδεύονται συνήθως από εικονογράφηση και απευθύνονται σε παιδιά και νέους, με ψυχαγωγικό και παιδευτικό περιεχόμενο
δ) «παιδικός σταθμός» — κρατικό ή ιδιωτικό ίδρυμα πρόνοιας και περίθαλψης που έχει ως έργο του την ημερήσια διατροφή, τη διαπαιδαγώγηση και την ψυχαγωγία βρεφών και νηπίων
αρχ.
1. διασκεδαστικός, παιγνιώδης («καὶ μὴν μετεῑχε μὲν ἥδιστα παιδικῶν λόγων», Ξεν.)
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγαπημένο παιδί, ερωτικός («παιδικοὶ ὕμνοι» — ερωτικά άσματα, Βάκχ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παιδικόν
α) γυμναστήριο για αγόρια
β) ερωμένος
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παιδικά
α) (ενν. μέλη) όπως το 29ο ειδύλλιο τού Θεοκρίτου
β) (πάντοτε για ένα πρόσωπο, συν. αγόρι) αγαπημένο πρόσωπο («τὰ παιδίχ ὡς ὁρᾷς, ἀπώλεσας», Σοφ.)
γ) μτφ. αγαπημένη σπουδή και μελέτη («τὴν φιλοσοφίαν, τὰ ἐμὰ παιδικά», Πλάτ.).
επίρρ...
παιδικώς και -ά (Α παιδικῶς)
με παιδικό τρόπο, σαν παιδί, παιδιακήσια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παιδικός — of a child masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικός σταθμός — Ειδικό παιδαγωγικό ίδρυμα που δέχεται, κατά κανόνα, παιδάκια 3 5 ετών, δηλαδή πριν από το δημοτικό σχολείο. Η εμφάνισή του, μετά το προηγούμενο των αιθουσών φύλαξης, είναι εντελώς σύγχρονη, συνδεδεμένη με την εμφάνιση και διάδοση του… …   Dictionary of Greek

  • παιδικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται, που ανήκει σε παιδιά, που έχει σχέση με παιδιά: Η τεχνολογία στα παιδικά παιχνίδια έκανε καταπληκτική πρόοδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδικώτερον — παιδικός of a child adverbial comp παιδικός of a child masc acc comp sg παιδικός of a child neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικαῖς — παιδικός of a child fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικαί — παιδικός of a child fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικοί — παιδικός of a child masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικούς — παιδικός of a child masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικῆς — παιδικός of a child fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδικῇ — παιδικός of a child fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”